- αρισθάρματος
- ἀρισθάρματος, -ον (Α)ο καλύτερος στην αρματηλασία («ἀρισθάρματον γέρας» — το βραβείο του καλύτερου άρματος στην αρματηλασία).[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + άρμα (-ατος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρισθάρματον — ἀρισθάρματος best in the chariot race masc/fem acc sg ἀρισθάρματος best in the chariot race neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek